επιθυμητικός

επιθυμητικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που έχει ροπή στο να επιθυμεί πάντοτε κάτι, που ακατανίκητα επιθυμεί.
2. το ουδ. ως ουσ., επιθυμητικό η ψυχική δύναμη του να επιθυμεί κανείς κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιθυμητικός — ή, ό (AM ἐπιθυμητικός, ή, όν) [επιθυμηση] το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν το μέρος τής ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες μσν. 1. ποθητός 2. ωραίος, ευχάριστος 3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά 4. πρόθυμος αρχ. αυτός που επιθυμεί… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιθυμητικός — ἐπιθῡμητικός , ἐπιθυμητικός desiring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθυμητικά — ἐπιθῡμητικά , ἐπιθυμητικός desiring neut nom/voc/acc pl ἐπιθῡμητικά̱ , ἐπιθυμητικός desiring fem nom/voc/acc dual ἐπιθῡμητικά̱ , ἐπιθυμητικός desiring fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθυμητικῶν — ἐπιθῡμητικῶν , ἐπιθυμητικός desiring fem gen pl ἐπιθῡμητικῶν , ἐπιθυμητικός desiring masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθυμητικόν — ἐπιθῡμητικόν , ἐπιθυμητικός desiring masc acc sg ἐπιθῡμητικόν , ἐπιθυμητικός desiring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθυμητικός — καταθυμητικός, ή, όν (Α) επιθυμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμητικός (< θύμηση) (πρβλ. επι θυμητικός < επι θύμηση)] …   Dictionary of Greek

  • πεθυμητικός — ή και ιά, ό επιθυμητός, ποθητός, αυτός που τόν ποθεί και τόν περιμένει κανείς («η ώρα η πεθυμητική ήρθεν, οπ ανιμένα [περίμεναν]», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμητικός με αφομοιωτική τροπή τού ι σε ε και σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • ՑԱՆԿԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 14c ա. ἑπιθυμητικός, ἑρωτικός concupiscibilis, cupidineus, desiderativus. Որ ինչ հայի ʼի ցանկութիւն մարմնոյ. *Ցանկական մասն երիկամացն: Որ յոգիսն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՑԱՆԿԱՑՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0909 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՑԱՆԿԱԿԱՆ. ἑπιθυμητικός. *Զանգիտումն եւ յանդգնութիւն ʼի սրտմտականէն, իսկ վաւաշոտութիւն ʼի ցանկացողականէն լինի. Մաքս. ի դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐπιθυμητικαῖς — ἐπιθῡμητικαῖς , ἐπιθυμητικός desiring fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”